αντρειωμένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντρειωμένα < αντρειωμένος
Επίρρημα επεξεργασία
αντρειωμένα
- με ανδρείο τρόπο, θαρραλέα, με ανδρειότητα, με ανδρεία, δυνατά
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αντρειωμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντρειωμένο