Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιψυχιατρική οι αντιψυχιατρικές
      γενική της αντιψυχιατρικής των αντιψυχιατρικών
    αιτιατική την αντιψυχιατρική τις αντιψυχιατρικές
     κλητική αντιψυχιατρική αντιψυχιατρικές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιψυχιατρική < αντι- + ψυχιατρική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιψυχιατρική θηλυκό

  • κίνημα που υποστηρίζει ότι οι σύγχρονες ψυχιατρικές μέθοδοι είναι επιβλαβείς για τους ασθενείς

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αντιψυχιατρική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία