αντιφασιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιφασιστικός < αντι- + φασιστικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antifasciste)
Επίθετο επεξεργασία
αντιφασιστικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φασισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιφασιστικός