αντιτείχισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιτείχισμα < αρχαία ελληνική ἀντιτείχισμα < ἀντιτειχίζω < τεῖχος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιτείχισμα ουδέτερο
- κατασκευή που χρησιμεύει για να στηρίζει και να ενισχύει τη στατικότητα και την αντοχή μιας άλλης κατασκευής ή ενός άλλου τείχους