Δείτε επίσης: αντιτείχισμα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀντιτείχισμᾰ τὰ ἀντιτειχίσμᾰτ
      γενική τοῦ ἀντιτειχίσμᾰτος τῶν ἀντιτειχισμᾰ́των
      δοτική τῷ ἀντιτειχίσμᾰτ τοῖς ἀντιτειχίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἀντιτείχισμᾰ τὰ ἀντιτειχίσμᾰτ
     κλητική ! ἀντιτείχισμᾰ ἀντιτειχίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀντιτειχίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀντιτειχισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀντιτείχισμα < ἀντιτειχίζω, ἀντι-τειχισ- + -μα < τεῖχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀντιτείχισμα ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία