αντισυλληπτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντισυλληπτικός < αντισύλληψη
Επίθετο επεξεργασία
αντισυλληπτικός, -ή, -ό
- που αντιτίθεται και προλαμβάνει την σύλληψη και την εγκυμοσύνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντισυλληπτικός