αντιστρατιωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιστρατιωτικός < αντι- + στρατιωτικός
Επίθετο επεξεργασία
αντιστρατιωτικός, -ή, -ό
- αντιμιλιταριστικός
- που επιδεικνύει συμπεριφορά που δεν ταιριάζει σε στρατιωτικούς
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιστρατιωτικά
- αντιστρατιωτικώς
- → δείτε τις λέξεις στρατιωτικός, στρατιώτης και στρατός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιμιλιταριστικός
|
που δεν ταιριάζει σε στρατιωτικούς