αντιμυστικιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιμυστικιστικός < αντι- + μυστικιστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antimystical)
Επίθετο επεξεργασία
αντιμυστικιστικός
- που δεν είναι μυστικιστικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μυστικισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιμυστικιστικός