αντικόφτω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικόφτω < μεσαιωνική ελληνική αντικόφτω < αρχαία ελληνική ἀντικόπτω < κόπτω
Ρήμα επεξεργασία
αντικόφτω
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του αντικόβω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικόφτω
|
αντικόφτω
|