Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντικόβω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντικόβω
<
μεσαιωνική ελληνική
αντικόφτω
<
αρχαία ελληνική
ἀντικόπτω
<
κόπτω
Ρήμα
επεξεργασία
αντικόβω
(
λαϊκότροπο
)
εμποδίζω
,
παρεμποδίζω
,
διακόπτω
(
λαϊκότροπο
)
επιβραδύνω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αντικόφτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντικόβω
→
δείτε
τις λέξεις
εμποδίζω
,
διακόπτω
και
επιβραδύνω