αντικληρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικληρικός < αντι- + κληρικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anticlérical)
Επίθετο επεξεργασία
αντικληρικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- αντικληρικά
- → δείτε τις λέξεις αντικληρικισμός και κλήρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικληρικός