αντικαταστάσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αντικαταστάσιμος (el), -η, -ο και αντικαταστατός (el), -ή, -ό
- για βιομηχανοποιημένο - τυποποιημένο προϊόν ή εξάρτημα
- μη σπάνιος
- μη μοναδικός
- εναλλάξιμος
αντικαταστάσιμος (el), -η, -ο και αντικαταστατός (el), -ή, -ό