Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντικαταβολή οι αντικαταβολές
      γενική της αντικαταβολής των αντικαταβολών
    αιτιατική την αντικαταβολή τις αντικαταβολές
     κλητική αντικαταβολή αντικαταβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντικαταβολή < αντικαταβάλλω + (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre remboursement)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντικαταβολή θηλυκό

  1. η πληρωμή μέρους ή, συνήθως, του συνόλου της αξίας κάποιου εμπορεύματος, που έχει αποσταλεί με ταχυδρομικό τρόπο, τη στιγμή που παραλαμβάνεται
  2. (οικονομία) η πώληση ή αγορά χρηματιστηριακών τίτλων με πληρωμή μόνο τμήματος του αντιτίμου, ενώ για το υπόλοιπο υπάρχει προθεσμία καταβολής του

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία