αντικαταβολή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικαταβολή < αντικαταβάλλω + -η (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre remboursement)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντικαταβολή θηλυκό
- η πληρωμή μέρους ή, συνήθως, του συνόλου της αξίας κάποιου εμπορεύματος, που έχει αποσταλεί με ταχυδρομικό τρόπο, τη στιγμή που παραλαμβάνεται
- (συνεκδοχικά) το ποσόν που πρέπει να πληρωθεί
- (οικονομία) η πώληση ή αγορά χρηματιστηριακών τίτλων με πληρωμή μόνο τμήματος του αντιτίμου, ενώ για το υπόλοιπο υπάρχει προθεσμία καταβολής του
Συγγενικά επεξεργασία
- αντικαταβάλλω
- → δείτε τις λέξεις αντί, καταβάλλω, κατά και βάλλω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικαταβολή