αντιασφυξιογόνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιασφυξιογόνος < αντι- + ασφυξιογόνος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antiasphyxiant)
Επίθετο επεξεργασία
αντιασφυξιογόνος, -α / -ος, -ο
- που προστατεύει από τα ασφυξιογόνα αέρια