αντεστραμμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντεστραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αντιστρέφω
Μετοχή επεξεργασία
αντεστραμμένος
- που έχει αντιστραφεί
- οι αντεστραμμένοι ρόλοι π.χ. ανδρών-γυναικών (όχι ανεστραμμένοι (να κοιτάζει προς τα άνω/πάνω ή αναποδογυρισμένοι, από την ανάποδη, αλλά κατά αντιστροφή, αντιστρόφως)
- το αντεστραμμένο κλάσμα (αλλαγή παρανομαστή/αριθμητή)
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιστρέφω
- αντιστροφή
- αντιστροφέας
- αντεστραμμένα (επίρρημα)
- αντιστραφείς (καθαρεύουσα)