αντίλαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντίλαλος αρσενικό
- η ηχώ, η αντανάκλαση κάποιου ήχου μετά από την πρόσκρουσή του σε ένα μακρινό εμπόδιο
- η διακριτή ηχητική επανάληψη (σε αντίθεση με την αντήχηση που οι επαναλήψεις της δεν είναι σαφώς διακριτές)
- Ταυτόσημο: ηχώ
- (σπάνιο) (μεταφορικά) η έμμεση συνέπεια κάποιας ενέργειας ή γεγονότος