ανοσοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανοσοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανοσοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
ανοσοποιημένος, ανοσοποιημένη, ανοσοποιημένο
- ο εμβολιασμένος, ο οργανισμός που έχει ανοσοποιηθεί είτε με φαρμακευτικό σκεύασμα είτε με φυσικό τρόπο