ανιχνευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ανιχνευτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ανίχνευση, αναφέρεται σ’ αυτή, γίνεται γι’ αυτή ή είναι κατάλληλος γι’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- ανιχνευτικά
- → δείτε τις λέξεις ανιχνεύω και ίχνος