ανθρωποφάγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθρωποφάγος < αρχαία ελληνική ἀνθρωποφάγος < ἄνθρωπος + φαγεῖν. Μορφολογικά αναλύεται σε ανθρωπο- + -φάγος
Επίθετο επεξεργασία
ανθρωποφάγος -ος, -ο και -ος, -α, -ο
- που τρώει ανθρώπινες σάρκες (λέγεται ιδιαίτερα για ανθρώπους)
- ανθρωποφάγος φυλή
- (μεταφορικά) απάνθρωπος, ωμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
→ λείπει η κλίση ανθρωποφάγος αρσενικό
- ο άνθρωπος που τρέφεται με ανθρώπινο κρέας
- μια φυλή ανθρωποφάγων