Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθρωποκρατία οι ανθρωποκρατίες
      γενική της ανθρωποκρατίας των ανθρωποκρατιών
    αιτιατική την ανθρωποκρατία τις ανθρωποκρατίες
     κλητική ανθρωποκρατία ανθρωποκρατίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθρωποκρατία < ανθρωπο- + -κρατία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθρωποκρατία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (θρησκεία) η θεώρηση ότι η θεία δημιουργία έχει ως σκοπό και επίκεντρο τον άνθρωπο
  2. η θεώρηση ότι πρώτο κριτήριο αποτελεί η ανθρώπινη ευημερία

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία