προσωποκρατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσωποκρατία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική personalism, πρόσωπ(ο) + -ο- + -κρατία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσωποκρατία θηλυκό
- απόδοση υπέρτατης αξίας στα πρόσωπα
- (θρησκεία) εστίαση στο πρόσωπο του θεού
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσωποκρατία