ανθεκτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθεκτικός < αρχαία ελληνική ἀνθεκτικός
Επίθετο επεξεργασία
ανθεκτικός
- που έχει μεγάλη αντοχή, που δεν φθείρεται εύκολα ή που δεν παθαίνει εύκολα ζημιές
- (ιατρική) (για νόσο) που δεν αντιδρά θετικά σε εμβόλιο ή θεραπεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθεκτικός