ανευλόγητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανευλόγητος < μεσαιωνική ελληνική ἀνευλόγητος < αρχαία ελληνική εὐλογέω < εὖ + λέγω
Επίθετο επεξεργασία
ανευλόγητος, -η, -ο
- (λόγιο) που δεν έχει ευλογηθεί
- (παρωχημένο) αστεφάνωτος
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανευλόγητος