ανεπιτήρητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ανεπιτήρητος
- που δεν επιτηρείται, δεν επιβλέπεται, δεν παρακολουθείται (με την έννοια της φύλαξης), που δεν τον εποπτεύουν
- δραπέτευσε γιατί ενώ βρισκόταν υποτίθεται με άδεια Χριστουγέννων στο σπίτι του, ήταν ανεπιτήρητος
- άμα αφήσεις παιδί ή και ενήλικα ανεπιτήρητο σε διαγωνισμό...
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεπιτήρητος
|