Δείτε επίσης: ἐπιτηρῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιτηρώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιτηρῶ, συνηρημένου τύπου του ἐπιτηρέω Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + τηρώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.tiˈɾo/

  Ρήμα επεξεργασία

επιτηρώ, πρτ.: επιτηρούσα, αόρ.: επιτήρησα, παθ.φωνή: επιτηρούμαι, π.αόρ.: επιτηρήθηκα, μτχ.π.π.: επιτηρημένος

  1. επιβλέπω, φροντίζω να τηρούν κάποιοι τους κανονισμούς
    Μου ζήτησαν να επιτηρήσω στις Πανελλλήνιες
  2. παρακολουθώ στενά
    Μετά την καταδικαστική απόφαση, τον επιτηρεί υπάλληλος της εισαγγελίας ανηλίκων

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  • Η μετοχή παθητικού παρακειμένου, σπάνια

  Μεταφράσεις επεξεργασία