ανεξακρίβωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεξακρίβωτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ανεξακρίβωτος, -η, -ο
- εκείνος του οποίου η ακρίβεια δεν έχει επαληθευτεί ή επιβεβαιωθεί
- ανεπιβεβαίωτος
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεξακρίβωτος