ανεξέλεγκτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεξέλεγκτος < αρχαία ελληνική ἀνεξέλεγκτος < ἀν- στερητικό + ἐξελέγχω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο επεξεργασία
ανεξέλεγκτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί κανείς να τον ελέγξει και να τον συγκρατήσει σε κάποια όρια
- ανεξέλεγκτη κατάσταση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεξέλεγκτος