ανεξάντλητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεξάντλητος < μεσαιωνική ελληνική ἀνεξάντλητος < αρχαία ελληνική ἐξαντλέω
Επίθετο επεξεργασία
ανεξάντλητος, -η, -ο
- που δεν εξαντλείται ή δεν μπορεί να εξαντληθεί, να τελειώσει
Συγγενικά επεξεργασία
- ανεξάντλητα
- → δείτε τις λέξεις εξαντλώ και αντλώ
Συνώνυμα επεξεργασία
- αστείρευτος
- ατελείωτος
- άνορος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεξάντλητος