ανεκκαθάριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεκκαθάριστος < αν- + εκκαθαρίζω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
ανεκκαθάριστος, -η, -ο
- που δεν έχει εκκαθαριστεί ή δεν μπορεί να εκκαθαριστεί
- που δεν έχει εισπραχτεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις εκκαθαρίζω, καθαρίζω και καθαρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεκκαθάριστος