ανεκδοτολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεκδοτολογικός < ανεκδοτολόγος / ανεκδοτολογία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
ανεκδοτολογικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον ανεκδοτολόγο ή την ανεκδοτολογία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ανεκδοτολόγος, ανέκδοτο και δίνω