ανδρωνίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανδρωνίτης < αρχαία ελληνική ἀνδρωνῖτις < ἀνδρών < ἀνήρ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανδρωνίτης αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) (λαογραφία) διαμερίσματα ή χώροι που χρησιμοποιούνται κυρίως από άνδρες
- ο χωριστός για τους άνδρες χώρος σε διάφορους πολιτισμούς και σήμερα
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη άνδρας