ανδρείκελο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανδρείκελο | τα | ανδρείκελα |
γενική | του | ανδρείκελου & ανδρεικέλου |
των | ανδρείκελων & ανδρεικέλων |
αιτιατική | το | ανδρείκελο | τα | ανδρείκελα |
κλητική | ανδρείκελο | ανδρείκελα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανδρείκελο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνδρείκελον < ἀνδρείκελος < ἀνήρ + εἴκελος (όμοιος)
- για τη μεταφορική έννοια < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική marionette[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /anˈðɾi.ce.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐δρεί‐κε‐λο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανδρείκελο ουδέτερο
- ομοίωμα ανθρώπου
- (μεταφορικά) άνθρωπος χωρίς θέληση, του οποίου η δραστηριότητα κατευθύνεται από κάποιον άλλο
- ※ Ἀπὸ χαρτὶ πλασμένα κι ἀπὸ δισταγμὸ / ἀνδρείκελα, στῆς Μοίρας τὰ δυὸ τυφλὰ χέρια, / χορεύουμε, δεχόμαστε τὸν ἐμπαιγμὸ, / ἄτονα κοιτώντας, παθητικὰ, τἀστέρια. (Κώστας Καρυωτάκης, Ανδρείκελα, από την ποιητική συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανδρείκελο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας