αναστήλωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναστήλωση | οι | αναστηλώσεις |
γενική | της | αναστήλωσης* | των | αναστηλώσεων |
αιτιατική | την | αναστήλωση | τις | αναστηλώσεις |
κλητική | αναστήλωση | αναστηλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναστηλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναστήλωση < ελληνιστική κοινή ἀναστήλωσις < ἀνά + αρχαία ελληνική στήλη
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναστήλωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα τού αναστηλώνω
- η αποκατάσταση αξιόλογου κτίσματος (μνημείου) στην αρχική του μορφή
- (θρησκεία, ιστορία) η επαναφορά των εικόνων στην εκκλησία (με το τέλος της εικονομαχίας)
- (μεταφορικά) αποκατάσταση
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αναστηλώνω και στήλη
Μεταφράσεις επεξεργασία
η αποκατάσταση αξιόλογου κτίσματος (μνημείου) στην αρχική του μορφή
Πηγές επεξεργασία
- αναστήλωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αναστήλωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αναστήλωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- αναστήλωση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας