αναπαραστατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπαραστατικός < αναπαράσταση + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
αναπαραστατικός
- που έχει σχέση με αναπαράσταση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- αναπαραστατικά
- → δείτε τις λέξεις αναπαράσταση, ανά και παριστάνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπαραστατικός