ανακαταλαμβάνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανακαταλαμβάνω < ανα- + καταλαμβάνω
Ρήμα επεξεργασία
ανακαταλαμβάνω
- καταλαμβάνω ξανά, παίρνω υπό τον έλεγχό μου έναν χώρο (περιοχή, ύψωμα, κτήριο κλπ) από τον οποίο είχα αναγκαστεί να αποχωρήσω