Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακατάληψη οι ανακαταλήψεις
      γενική της ανακατάληψης* των ανακαταλήψεων
    αιτιατική την ανακατάληψη τις ανακαταλήψεις
     κλητική ανακατάληψη ανακαταλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακαταλήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακατάληψη < ανα- + κατάληψη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανακατάληψη θηλυκό

  • η εκ νέου κατάληψη ενός χώρου (κτηρίου, υψώματος, περιοχής κλπ)

  Μεταφράσεις επεξεργασία