αναθηματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναθηματικός < (ελληνιστική κοινή) ἀναθηματικός
Επίθετο επεξεργασία
αναθηματικός, -ή. -ό
- που χρησιμεύει ως ανάθημα στη μνήμη ανθρώπων ή γεγονότων
- αναθηματική στήλη για τους νεκρούς του 1940
- ο αναθηματικός πίνακας της Νίννιον