αναγκαία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
αναγκαία
- από ανάγκη
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αναγκαίος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναγκαία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αναγκαία | ||
γενική | των | αναγκαίων | ||
αιτιατική | τα | αναγκαία | ||
κλητική | αναγκαία | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- αναγκαία < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναγκαίος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναγκαία ουδέτερο στον πληθυντικό
- όσα χρειάζονται, που τα έχουμε απόλυτη ανάγκη
- έβαλα στη βαλίτσα μου όλα τα αναγκαία
- αγόρασα όλα τα αναγκαία για δύο μήνες από το σούπερ μάρκετ
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναγκαία
|
Ετυμολογία 3 επεξεργασία
- αναγκαία: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αναγκαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του όμορφος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του όμορφος