Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναγεννώ < (ελληνιστική κοινήἀναγεννάω / ἀναγεννῶ < αρχαία ελληνική γεννάω / γεννῶ

  Ρήμα επεξεργασία

αναγεννώ (παθητική φωνή: αναγεννιέμαι & αναγεννώμαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία