αναγεννησιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναγεννησιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αναγεννησιακός -ή -ό
- που αναφέρεται στην εποχή της Αναγέννησης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναγεννησιακός
αναγεννησιακός -ή -ό