Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναγελώ < αρχαία ελληνική ἀναγελάω / ἀναγελῶ < γελάω / γελῶ

  Ρήμα επεξεργασία

αναγελώ

  1. εμπαίζω
     συνώνυμα: κοροϊδεύω, περιγελώ, περιπαίζω, χλευάζω
  2. χαίρομαι, έχω έκφραση χαρούμενη

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία