αμφίλογος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμφίλογος < αρχαία ελληνική ἀμφίλογος < ἀμφί + λέγω
Επίθετο επεξεργασία
αμφίλογος, -η, -ο
- που εκφράζονται αμφιβολίες γι’ αυτόν, που αμφισβητείται
- που εκφράζει αμφιβολίες, που αμφισβητεί