αμυδρά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
αμυδρά
- με μικρή ένταση, λίγο, όχι καθαρά
- ↪ Στο αριστερό μέρος της φωτογραφίας φαίνεται αμυδρά η Παναγία των Παρισίων.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- θαμπά
- μόλις, μόλις που
- συγκεχυμένα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμυδρά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αμυδρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αμυδρό, ουδέτερο του αμυδρός