Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόλις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μόλις

  Σύνδεσμος επεξεργασία

μόλις

  • (χρονικός σύνδεσμος) αμέσως μετά από μία πράξη ακολουθεί μία άλλη
    Ήταν έτοιμος και, μόλις χτύπησε το κουδούνι, κατέβηκε κάτω κι έφυγαν.

  Επίρρημα επεξεργασία

μόλις

  1. (χρονικό επίρρημα)
    1. ελάχιστη ώρα πριν
      Η παράσταση μόλις είχε ξεκινήσει.
       συνώνυμα: άρτι
    2. την ίδια στιγμή
      Η παράσταση μόλις ξεκινούσε.
    3. (+ απόλυτο αριθμητικό) για κάτι που έγινε σχετικά πρόσφατα
      Η παράσταση ξεκίνησε μόλις πριν ένα λεπτό.
      Μόλις δυο χρόνια γνωρίζονται.
  2. (τροπικό επίρρημα)
    1. ελάχιστα, σχεδόν καθόλου, με μεγάλη δυσκολία
      μόλις που ακούγεται
      μόλις που πρόλαβα να τον δω

Εκφράσεις επεξεργασία

  • μόλις και μετά βίας: για κάτι που γίνεται με μεγάλη δυσκολία και κόπο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια