αμούστακος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμούστακος < α- στερητικό + μουστάκ(ι) + -ος
Επίθετο επεξεργασία
αμούστακος, -η, -ο
- που δεν έχει ακόμα μουστάκι
- ※ Τα συνόδευαν δυο απ' αυτούς με άσπρες τραχηλιές, ο ένας είχε γένια κι ο άλλος νεαρός, αμούστακος ακόμα. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
- (κατ’ επέκταση) πολύ νεαρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμούστακος