αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mutually assured destruction < mutually (αμοιβαία) + assured (εξασφαλισμένος) + destruction (καταστροφή)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή θηλυκό
- (ιστορία) πολιτικό δόγμα του Ψυχρού Πολέμου, σύμφωνα με το οποίο αν οι χώρες που έχουν πυρηνικά όπλα, τα χρησιμοποιήσουν, θα καταστραφούν
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή