αμηνόρροια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμηνόρροια < (λόγιο δάνειο) γαλλική aménorrhée[1] < α- (στερητικό) + αρχαία ελληνική μην + -ροια (< αρχαία ελληνική ῥέω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμηνόρροια θηλυκό
- η έλλειψη ή η διακοπή της εμμήνου ρύσεως, είτε λόγω φυσιολογικών αιτίων (εγκυμοσύνη, γαλουχία, εμμηνόπαυση) είτε από παθολογικούς παράγοντες (έλλειψη ή πλεόνασμα ορμονών, κύστεις, όγκους κ.λπ.)
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμηνόρροια
- ↑ αμηνόρροια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας