Δείτε επίσης: ἔμμηνα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα έμμηνα
      γενική των έμμηνων
εμμήνων
    αιτιατική τα έμμηνα
     κλητική έμμηνα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έμμηνα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔμμηνα (βλ. ἔμμηνος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.mi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έμ‐μη‐να
ομόηχο: έμεινα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έμμηνα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία