αμετανάστευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμετανάστευτος < α- + μεταναστεύω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
αμετανάστευτος, -η, -ο
- που δεν έχει μεταναστεύσει ή δεν μπορεί να μεταναστεύσει
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μετανάστης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμετανάστευτος
|