αμαράντινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αμαράντινος, -η, -ο
- που δεν μαραίνεται
- (μεταφορικά) άφθαρτος, αιώνιος
- που έχει σχέση με το φυτό αμάραντος ή αναφέρεται σ’ αυτό
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- (θρησκεία) αμαράντινος στέφανος: φωτοστέφανο αγίων
- ≈ συνώνυμα: αγιοστέφανο, άλως
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμαράντινος